- γειτόνισσα
- [гитониса] ουσ. Θ. соседка
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Stratos Dionysiou — Infobox musical artist Name = Stratos Dionysiou Στράτος Διονυσίου Img capt = Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Stratos Dionysiou Alias = Born = birth date|1935|11|8 Died =death date and age|1990|5|11|1935|11|8 Origin =… … Wikipedia
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
αγυιάτης — Προσωνύμιο του θεού Απόλλωνα. Τον αποκαλούσαν έτσι ως προστάτη των δρόμων (αγυιών). Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και θρησκευτική τελετή λατρείας του ίδιου θεού. * * * ἀγυιάτης, ο (θηλ. άτις) (Α) [ἀγυιά] 1. αυτός που αναφέρεται στην αγυιά, τον… … Dictionary of Greek
καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ … Dictionary of Greek
γείτονας — ο θηλ. ισσα αυτός που κατοικεί κοντά σε άλλον, ο πάροικος: Κάθε πρωί πίνω τον καφέ μου παρέα με μια γειτόνισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπανίζω — μπάνισα 1. κρυφοκοιτάζω κάτι με πόθο: Μπάνιζε τη γειτόνισσα του απέναντι διαμερίσματος. 2. διακρίνω, βλέπω από μακριά: Τον μπάνισανα κλέβει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)